Σπύρος Καλλέργης: ΦΡΑΓΜΑ ΑΛΜΥΡΟΥ

Petite Perle 300×250

Μετά από μακροχρόνιες σχετικές μελέτες, έχει διαπιστωθεί ότι ο Αλμυρός αποτελεί ένα από τα πιο δύσκολα καρστικά συστήματα στην Ελλάδα.

Δεν φτάνει μόνο ο προσδιορισμός της λεκάνης απορροής για την κατανόηση του μηχανισμού λειτουργίας του. Απαιτείται και ο προσδιορισμός της υδρογεωλογικής λεκάνης της πηγής, δηλαδή της λεκάνης τροφοδοσίας.

Και εδώ όμως υπάρχει διχογνωμία των μελετητών, αναφορικά με την οριοθέτησή της. Άλλοι προσδιορίζουν την έκταση της λεκάνης τροφοδοσίας στα 305 Km2 και άλλοι θεωρούν ότι προσεγγίζει ακόμη και στα 530 Km2.

Επεκτείνεται Ν.Δ. της πηγής και φτάνει να καταλαμβάνει μεγάλο μέρος από τον ορεινό όγκο του Ψηλορείτη, απ' όπου αντλεί τη δύναμη της απορροής του.

Η παροχή του Αλμυρού κυμαίνεται από 4 m3/sec περίπου το καλοκαίρι, έως 70-80 m3/sec το χειμώνα, μετά από έντονες βροχοπτώσεις στον Ψηλορείτη. Σημειωτέων ότι, μετά από συστηματική παρακολούθηση των βροχομετρικών σταθμών Ηρακλείου, Κρουσώνα και Ανωγείων, που είναι περιφερειακά της λεκάνης τροφοδοσίας της πηγής, διαπιστώθηκε ότι για κάθε 100 m αύξησης του υψομέτρου, αναμένεται αύξηση 86 mm του ετήσιου βροχομετρικού ύψους.

Συνολικά, η ποσότητα του νερού που βγαίνει στη διάρκεια του έτους από την πηγή, προσεγγίζει κατά μέσο όρο τα 250.000.000 m3.

Στις χαμηλές παροχές, το νερό της πηγής είναι υφάλμυρο, λόγω εισόδου του θαλασσινού νερού στη λεκάνη της. Η περιεκτικότητα σε χλωριόντα του νερού [που αποτελεί δείκτη υφαλμύρινσης], κυμαίνεται μεταξύ 35 ppm το χειμώνα με τις υψηλές παροχές [>12  m3/sec], και άνω των 5.000 ppm το καλοκαίρι στις χαμηλές παροχές.

Από το 1967 έως το 1972 έγινε οργανωμένη έρευνα στην πηγή από τον Ο.Η.Ε. [UNDPFAO] και το Ελληνικό Δημόσιο. Ουσιαστικά, έγιναν δύο παρεμβάσεις:

1 Διανοίχθηκαν 15 γεωτρήσεις βάθους 240 m από την πηγή μέχρι τη θάλασσα, με σκοπό να βρουν και να «σφραγίσουν» με μια «κουρτίνα τσιμεντενέσεων», τον αγωγό εισροής του θαλασσινού νερού.

Τα αποτελέσματα δυστυχώς ήταν αποκαρδιωτικά.

Ο αγωγός που φέρνει το θαλασσινό νερό και «μολεύει» το «γλυκό νερό» που έρχεται από τον Ψηλορείτη, βρίσκεται σε μεγάλο σχετικά βάθος [περισσότερο από 800 m κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας] και κάτω από τις νεογενείς αποθέσεις, από τις οποίες αναβλύζει το νερό της πηγής.

2 Όταν διαπιστώθηκε ότι ήταν αδύνατη η υπόγεια αντιμετώπιση του θαλασσινού νερού, προτάθηκε η ανύψωση της στάθμης εκροής της πηγής [με ανάλογο φράγμα] στο υψόμετρο +10 m από την επιφάνεια της θάλασσας [από τα +4 m που ήταν η φυσική της θέση].

Πράγματι, το μικρό αυτό φράγμα, κατασκευάσθηκε το 1976 και έγιναν σχετικές μετρήσεις για κάποιους μήνες το 1977 και το 1987.

Τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά, έως απογοητευτικά.

Τα χλωριόντα του νερού μειώθηκαν μόνο κατά 10% περίπου, ενώ παρατηρήθηκε και μια ελαφρά μείωση της παροχής. Ευτυχώς, δεν εμφανίσθηκαν εσταβέλλες  [αναβάλουσες πηγές] στον πυθμένα της θάλασσας.

Η τεχνητή ανύψωση του σημείου εκροής του νερού, μέσω της κατασκευής ενός μικρού φράγματος μπροστά από την πηγή, έγινε για να αυξηθούν οι υδροστατικές πιέσεις στους αγωγούς του «γλυκού νερού», ώστε να παρεμποδίζεται η διείσδυση σε αυτούς του θαλασσινού νερού.

Το πείραμα του 1977 απέτυχε, επειδή το ύψος του φράγματος καθορίστηκε με χονδροειδείς υπολογισμούς, αφού δεν υπήρχε τότε η ανάλογη τεχνογνωσία.

Την περίοδο 1989 – 1997 έγινε προσομοίωση στην πηγή του Αλμυρού, με τη χρήση ενός μαθηματικού μοντέλου που αναπτύχθηκε στο Εργαστήριο Σχεδιασμού και Ανάλυσης Διεργασιών του Ε.Μ.Π., από τον κ. Αθανάσιο Μαραμαθά, στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής, και ονομάσθηκε MODKARST.

Από την προσομοίωση αυτή αποδείχθηκε [Μαραμαθάς, 2006] ότι, αν ανυψωθεί τεχνητά το σημείο εξόδου του νερού της πηγής στα 22 m από τα 4 m που είναι σήμερα, [ανύψωση δηλαδή της στάθμης του νερού κατά 18 m], η πηγή θα τρέχει μόνο «γλυκό νερό», κατάλληλο για κάθε χρήση, αφού το αλμυρό θα παρεμποδίζεται από τις υδροστατικές πιέσεις.

Η τεχνητή ανύψωση μπορεί να γίνει μέσω της κατασκευής ενός μικρού φράγματος, μπροστά από το σημείο εξόδου της, Η κατασκευή ενός τέτοιου φράγματος είναι εφικτή, αφού πλευρικές απώλειες δεν αναμένονται, δεδομένου ότι δεν έχουν παρατηρηθεί καρστικές δομές από τα +4 m έως και πάνω από τα +22 m στον ασβεστόλιθο, στην ευρύτερη περιοχή της πηγής.

Άλλωστε, ούτε στο μικρό φράγμα που κατασκευάσθηκε με υπόδειξη του FAO το 1976 κατάντη της πηγής, δεν παρουσιάσθηκαν τέτοια φαινόμενα.

Η μέθοδος ανύψωσης της στάθμης είναι η οικονομικότερη αλλά και η οικολογικότερη, αφού με τον τρόπο αυτό δεν υπάρχει κίνδυνος να αντληθεί από την πηγή περισσότερο νερό από τα ανανεώσιμα αποθέματά της.

Λαμβάνεται δηλαδή από την πηγή τόσο νερό, όσο αυτή μπορεί να δώσει.

Εξ άλλου, το φράγμα δεν συνιστά αυτό καθ' εαυτό, σοβαρή επέμβαση στο περιβάλλον, καθώς έχει μικρές διαστάσεις, αφού δεν στοχεύει στην αποθήκευση του νερού, αλλά μόνο στην ανύψωση του σημείου εκροής.

Το αρνητικό στοιχείο της μεθόδου αυτής ήταν, ότι, μαζί με το θαλασσινό νερό που παρεμποδιζόταν, χανόταν και ένα μέρος από το «γλυκό νερό».

Είχαμε δηλαδή σχετική μείωση της παροχής της πηγής, αφ' ενός μεν από το γεγονός ότι δεν υπήρχε πλέον αλμυρό νερό και αφ' ετέρου, επειδή η αυξημένη υδροστατική πίεση «έδιωχνε» ένα μέρος και από το γλυκό νερό.

Στην ανώτατη στάθμη των +22 m, οι απώλειες του «γλυκού νερού» θα είναι της τάξης του 21% για ολόκληρο το υδρολογικό έτος [μέσος όρος], ενώ για την περίοδο σείρευσης [ καλοκαιρινή περίοδος με μικρές παροχές] οι απώλειες ανέρχονται σε 35%, αρκετά υψηλό ποσοστό.

Το μαθηματικό μοντέλο MODKARST που σχεδιάστηκε στο Ε.Μ.Π., καταφέρνει να συσχετίσει το ύψος ανόδου του σημείου εκροής [για την παρεμπόδιση διείσδυσης του θαλασσινού νερού], με τις απώλειες σε «γλυκό νερό». Μπορεί μάλιστα, για κάθε παροχή της πηγής, να υπολογίζει αυτόματα μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή το βέλτιστο ύψος εκροής, έτσι ώστε να έχουμε τις λιγότερες απώλειες σε «γλυκό νερό», ενώ παράλληλα η ποιότητα του νερού να είναι η επιθυμητή.

Τα συμπεράσματα αυτά ανακοινώθηκαν σε διεθνές συνέδριο για τη διαχείριση του νερού που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 2002 και δημοσιεύθηκαν σε ελληνικό σχετικό επιστημονικό περιοδικό.

Τα οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες, από την εκμετάλλευση του νερού της πηγής του Αλμυρού, θα είναι σημαντικότατα.

Εκτός από την οριστική επίλυση του προβλήματος ύδρευσης, θα λυθεί και σε μεγάλο βαθμό το αρδευτικό πρόβλημα του Νομού Ηρακλείου και όχι μόνο, σε μια περίοδο που το φάσμα της λειψυδρίας θα είναι στα επόμενα χρόνια πολύ έντονο.

Παράλληλα, θα σταματήσει η υπερεντατική εκμετάλλευση με γεωτρήσεις των υδροφόρων οριζόντων της ευρύτερης περιοχής, που έχει οδηγήσει άλλους στα όρια της εξάντλησης και άλλους στην υφαλμύρινση.

Εκτός αυτών, θα υπάρχει η δυνατότητα εκμετάλλευσης της υδατόπτωσης που θα δημιουργηθεί, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, με την εγκατάσταση Υδροηλεκτρικού Σταθμού κατάντη του φράγματος, που θα μπορεί να καλύπτει την ενέργεια των αντλιών [ύδρευσης και άρδευσης], καθώς και άλλων αναγκών [π.χ. Δημοτικός φωτισμός και όχι μόνο].

Στις 18 Οκτωβρίου 2005, το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο απέστειλε δια του κ. Αθανάσιου Μαραμαθά Δρ. Υδρογεωλόγου – Ωκεανογράφου [που όπως προαναφέραμε μελέτησε τον Αλμυρό και καθιέρωσε το μοντέλο προσομοίωσης MODKARST], επιστολή με κοστολογημένη πρόταση για την αξιοποίηση της πηγής του Αλμυρού, με τη μέθοδο της τεχνητής ανύψωσης του σημείου εκροής του νερού.

Σύμφωνα με την πρόταση αυτή, το Ε.Μ.Π. αναλαμβάνει το ρόλο του τεχνικού συμβούλου στο Δήμο, για την παρακολούθηση της υλοποίησης του ολοκληρωμένου αυτού συστήματος συνεχούς διαχείρισης της πηγής, αλλά και εφόσον κριθεί σκόπιμο, και την εκπόνηση του συνόλου των απαιτούμενων μελετών, με στόχο μεταξύ των άλλων, τον καλύτερο συντονισμό και την αρτιότερη υλοποίηση του έργου.

Το φράγμα που προτείνεται να κατασκευασθεί, θα θεμελιωθεί σε βάθος 8 m περίπου κάτω από την επιφάνεια του φυσικού εδάφους.

Το υλικό που θα χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή του φράγματος [βαρύτητος], θα είναι το ισχνό κυλινδρούμενο  σκυρόδεμα [αναλογίας τσιμέντου στο τελικό μίγμα 100 kg/m3], ενώ οι κλίσεις των πρανών, τόσο ανάντη, όσο και κατάντη, θα είναι 1,5:1. Η στέψη του φράγματος θα βρίσκεται σε ύψος 25 m από το έδαφος και θα έχει πλάτος 5 m και μήκος 100 m περίπου.

Στο ανάντη πρανές του φράγματος [προς την πλευρά του νερού], προβλέπεται να κατασκευασθεί στεγανωτικός μανδύας από οπλισμένο σκυρόδεμα, ενώ κατά μήκος του ποδός του  ανάντη πρανούς και στην προέκταση του στεγανωτικού μανδύα, κατασκευάζεται διάφραγμα από τσιμεντενέσεις. Ο υπερχειλιστής διαμορφώνεται στο μέσον της στέψης του φράγματος.

Σύμφωνα με την πρόταση αυτή του Ε.Μ.Π., τα προβλεπόμενα κόστη [σε τιμές βέβαια 2005 και ΦΠΑ 18%] των απαιτούμενων συνοδευτικών μελετών [Τοπογραφικής, Γεωλογικής, Γεωτεχνικής, Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και Ηλεκτρομηχανολογικών], της Τεχνικής Μελέτης Κατασκευής του Φράγματος, του Σχεδιασμού Ολοκληρωμένου Συστήματος συνεχούς διαχείρισης της πηγής, καθώς και της αμοιβής του Τεχνικού Συμβούλου, θα ανέλθουν σε 675.000 ευρώ.

Για την κατασκευή του φράγματος, των τσιμεντενέσεων, των έργων εκτροπής, υδροληψίας και εκκένωσης, της απαιτούμενης οδοποιίας και των απρόβλεπτων, θα απαιτηθούν [πάντα με τιμές 2005 και ΦΠΑ 18%] 10.304.000 ευρώ.

Τα ποσά για ένα τέτοιο μακρόπνοο και εμβληματικό έργο, δεν είναι καθόλου απαγορευτικά.

Διακινδυνεύουμε μάλιστα να προβλέψουμε ότι εφόσον ωριμάσουν οι μελέτες και οι συνθήκες εκτέλεσης ενός τέτοιου έργου, η χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και μάλιστα με υψηλά ποσοστά συμμετοχής, είναι εκ των προτέρων εξασφαλισμένη.

Απαιτείται μονάχα η πολιτική βούληση. Στην Παράταξή μας, εμείς την έχουμε!

Ροή ειδήσεων - ΡΟΗ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ